Του Χαράλαμπου Ν. Λαζαρίδη
Καθηγητή και Διευθυντή του Τομέα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων,
Γεωπονική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
(Lazaride@agro.auth.gr)
Καθηγητή και Διευθυντή του Τομέα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων,
Γεωπονική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
(Lazaride@agro.auth.gr)
Η κλιματική αλλαγή, η παγκοσμιοποίηση της
αγοράς τροφίμων, η εντατικοποίηση της γεωργίας, τα γενετικά
τροποποιημένα («μεταλλαγμένα») φυτά και ζώα και – τελευταία – τα
βιοκαύσιμα με την προκαλούμενη «αρπαγή γης» (“land grabbing”), έχουν
επιφέρει δραματικές αλλαγές στην παγκόσμια γεωργία, αναδεικνύοντας νέους
κινδύνους και φέρνοντας στο προσκήνιο νέες προκλήσεις για τις
Γεωτεχνικές Επιστήμες και τις Επιστήμες Τροφίμων.
Η παγκοσμιοποίηση της αγοράς τροφίμων
οδήγησε σε εντατικοποίηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, με
αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων, αντι-αειφορικών μεθόδων παραγωγής, που με
τη σειρά τους εισήγαγαν νέους κινδύνους, διαφορετικής μορφής και
κλίμακας από τους μέχρι πρόσφατα γνωστούς. Έτσι οδηγηθήκαμε στις
διατροφικές κρίσεις και τα διατροφικά σκάνδαλα των δύο τελευταίων
δεκαετιών. Οι εφαρμογές της γενετικής μηχανικής στη γεωργία οδήγησαν σε
άκρως εντυπωσιακά «επιτεύγματα», αλλά και σε σοβαρότατο προβληματισμό
για τα κίνητρα και τις επιδιώξεις των πρωταγωνιστών του χώρου, τις
επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα και το μέλλον της γεωργίας, τον έλεγχο της
παγκόσμιας αγοράς τροφίμων και τον σεβασμό θεμελιωδών δικαιωμάτων του
Καταναλωτή.
Τα
προωθούμενα βιοκαύσιμα έρχονται να συμπληρώσουν το τοπίο των δραματικών
αλλαγών, καθώς προσφέρουν μεν τη δυνατότητα παραγωγής ανανεώσιμης
ενέργειας, παράλληλα όμως απειλούν την εύθραυστη ισορροπία στις χρήσεις
γης για παραγωγή τροφίμων, περιπλέκοντας έτσι το δυσεπίλυτο πρόβλημα της
παγκόσμιας πείνας, ιδιαίτερα σε περιοχές του Τρίτου κόσμου, όπου η
«αρπαγή γης» από πολυεθνικές επιχειρήσεις (“land grabbing”)
διευκολύνεται από τους τοπικούς ηγέτες και παίρνει διαστάσεις
πραγματικής τραγωδίας σε βάρος των εντόπιων, φτωχών πληθυσμών.
Μέσα από ένα δυναμικά εξελισσόμενο
σκηνικό μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς τροφίμων, όπου οι τεράστιες
οικονομίες κλίμακος των 50.000 στρεμμάτων ή του ενός εκατομμυρίου ζώων
συνθλίβουν και εξοντώνουν κοστολογικά τον μικρό παραγωγό, εμείς
οφείλουμε να αναζητήσουμε και να αναδείξουμε τα δικά μας συγκριτικά
πλεονεκτήματα και τις δικές μας ευκαιρίες αγροτικής ανάπτυξης. Και αυτά
δεν είναι τίποτα άλλο από την ποιότητα και ασφάλεια, που προσφέρει η
αειφόρος παραγωγή πιστοποιημένων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας σε
μια ελκυστική «συσκευασία» εξαγωγής διατροφικού πολιτισμού.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι τα αφανή
(άδηλα) χαρακτηριστικά ποιότητας των τροφίμων, όπως είναι η διατροφική
αξία, η υγιεινή, η ασφάλεια και οι περιβαλλοντικά φιλικές πρακτικές
παραγωγής συνδιαμορφώνουν σε σημαντικότατο βαθμό το επίπεδο αποδοχής και
προτίμησης τους από τον σύγχρονο Ευρωπαίο Καταναλωτή. Ιδιαίτερα καθώς
οι επιπτώσεις των αντι-αειφορικών πρακτικών παραγωγής λαμβάνονται σοβαρά
υπ’ όψιν, όχι μόνον ως κριτήριο επιλογής, αλλά και για την επιβολή
αντικινήτρων (φόρος ρύπανσης – CO2 footprint taxation). Επιπλέον οι
κοινωνικές και ηθικές διαστάσεις των πρακτικών παραγωγής (στήριξη
ευπαθών ομάδων, αποκλεισμός παιδικής εργασίας, σεβασμός ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, δικαίωμα επαρκούς πληροφόρησης και επιλογής με βάση την
επαρκή σήμανση), έρχονται να επηρεάσουν σημαντικά το βαθμό αποδοχής ενός
προϊόντος μέσα από την σαφή διαφοροποίησή του από παρόμοια προϊόντα
μαζικής παραγωγής(de-commoditization).
Με
βάση τα δεδομένα αυτά, καθίσταται σαφές ότι τα «καθαρά» μας προϊόντα
και ο πλούσιος διατροφικός μας πολιτισμός (μεσογειακή διατροφή) μπορούν
να αποτελέσουν στρατηγικά εργαλεία ανάπτυξης της Ελληνικής υπαίθρου και
έναν ισχυρό πρόσθετο λόγο προτίμησης της χώρας μας ως τουριστικού
προορισμού. Οιτουρίστες του καλοκαιριού μπορούν να γίνουν τακτικοί
καταναλωτές Ελληνικών Τροφίμων όλο τον υπόλοιπο χρόνο, αν βρίσκουν στις
χώρες τους μια ποικιλία έτοιμων ή ημιέτοιμων (π.χ. καταψυγμένων)
Ελληνικών γευμάτων από «καθαρά» προϊόντα σε προσιτές τιμές (εξαγωγή
διατροφικού πολιτισμού).
Η αναγέννηση της Ελληνικής Γεωργίας
προϋποθέτει σταθερή πολιτική βούληση με στρατηγικό σχεδιασμό και μέτρα
στήριξης στρατηγικών επιλογών σε βάθος χρόνου. Σε μια ποιοτική Γεωργία
χαμηλών εισροών, κινητήριος μοχλός καθοδήγησης και επιχειρησιακού
σχεδιασμού είναι ο άρτια κατηρτισμένος γεωπόνος-λειτουργός αγροτικής
ανάπτυξης, η θέση του οποίου πρέπει να είναι στο χωράφι, δίπλα στον
παραγωγό (και όχι στο γραφείο).
Απορρίπτουμε τις πρακτικές
εντατικοποίησης και των Γενετικά Τροποποιημένων (μεταλλαγμένων)
καλλιεργειών που στοχεύουν στο χαμηλό κόστος παραγωγής (προσωρινά), σε
βάρος της βιοποικιλότητας, της ποιότητας, της ασφάλειας και της αποδοχής
από τον τελικό Καταναλωτή. Στρεφόμαστε συστηματικά στην αειφόρο
παραγωγή«καθαρών» πιστοποιημένων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
(νωπών & μεταποιημένων) με αξιοποίηση του σπάνιου εδαφοκλιματικού
μας υποβάθρου και της πλούσιας διατροφικής μας παράδοσης. Χωρίς ποιοτική
διαφοροποίηση των αγροτικών μας προϊόντων και αξιοποίηση (εξαγωγή) του
διατροφικού μας πολιτισμού, η Γεωργία μας δεν έχει μέλλον.
H παραγωγή «καθαρών» φυτικών και
ζωϊκών προϊόντων προϋποθέτει αυστηρή προστασία του περιβάλλοντος από
κάθε μορφή ρύπανσης (εδάφους, νερού, αέρα), αφού η εκτεταμένη ρύπανση
καθιστά τις προσβεβλημένες περιοχές ακατάλληλες για κάθε είδους
παραγωγική δραστηριότητα (π.χ. γεωργία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία,
αλιεία, αγρο-τουρισμό, παραθαλάσσιο τουρισμό, κ.ο.κ.).
Η Χαλκιδική μας έχει την ευλογία να είναι
ένας ιδανικός τόπος για ανάπτυξη όλων των παραπάνω δραστηριοτήτων και
αναγέννηση της υπαίθρου μέσα από τη δημιουργία εκατοντάδων νέων θέσεων
εργασίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που
πλήττει με σφοδρότητα τους νέους.
Η ευθύνη των τοπικών αρχόντων και του
κάθε Χαλκιδικιώτη απέναντι στην ιστορία, τον πολιτισμό και το μέλλον της
Χαλκιδικής μας, επιβάλει συνεχή επαγρύπνηση για προστασία αυτού του
ευλογημένου τόπου από κάθε μορφή ανθρωπογενούς παρέμβασης που, στο όνομα
κάποιων προσωρινών θέσεων εργασίας, καταστρέφει το παραγωγικό
περιβάλλον και ακυρώνει εφ’ όρου ζωής όλες τις άλλες παραγωγικές
δραστηριότητες, οδηγώντας νομοτελειακά σε εγκατάλειψη της περιοχής λόγω
αδυναμίας επιβίωσης σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Ο χρυσός της
Χαλκιδικής δεν βρίσκεται κρυμμένος στα σπλάχνα της, βρίσκεται και
αστράφτει στην επιφάνειά της, αρκεί να έχουμε τα μάτια της λογικής και
της επίγνωσης για να τον δούμε.
Επίλογος
Η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση της αγοράς
τροφίμων χωρίς κοινωνικό πρόσωπο κρύβει σοβαρούς κινδύνους και μεγάλες
απειλές. Μέσα στο περιβάλλον αυτό, η Ελληνική Γεωργία βιώνει μια σοβαρή
κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού, αναζητώντας ευκαιρίες και
δυνατότητες να ηγηθεί στην ανάπτυξη μιας εγκαταλειμμένης υπαίθρου που
μαστίζεται από ανεργία. H παραγωγή «καθαρών» αγροτικών προϊόντων
προϋποθέτει αυστηρή προστασία του περιβάλλοντος από κάθε μορφή ρύπανσης.
Η Χαλκιδική μας είναι ένας ιδανικός τόπος για ανάπτυξη
δραστηριοτήτων «καθαρής» γεωργίας και δημιουργία εκατοντάδων νέων θέσεων
εργασίας, αρκεί να την προστατέψουμε από έντονα ρυπογόνες,
καταστροφικές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας, όπως είναι η σχεδιαζόμενη
επιφανειακή εξόρυξη χρυσού.-
19/9/12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου