Γιατί βλέπουμε μερικούς να τρώνε ό,τι θέλουν χωρίς να παίρνουν βάρος, ενώ άλλοι κάνουν εξαντλητικές δίαιτες και δυσκολεύονται να χάσουν λίγα κιλά; Ένα πείραμα έγινε πρόσφατα, στο πλαίσιο της εκπομπής-ντοκιμαντέρ «Ηorizon» του ΒΒC, για να εξηγηθεί το φαινόμενο αυτό.
Είχε προηγηθεί, το 1967, ένα πείραμα του ερευνητή γιατρού Ίθαν Σιμς στην πολιτειακή φυλακή του Βερμόντ, στις ΗΠΑ. Είχε ζητήσει από τους εγκλείστους να φάνε όσο περισσότερο μπορούν για να αυξήσουν κατά 25% το βάρος τους, με αντάλλαγμα την πρόωρη αποφυλάκισή τους.
Μερικοί από τους εθελοντές στάθηκε αδύνατον να φτάσουν τον στόχο, όσο κι αν προσπάθησαν, έστω κι αν προσλάμβαναν 10.000 θερμίδες την ημέρα. Το συμπέρασμα του Σιμς ήταν ότι για μερικούς είναι σχεδόν αδύνατο να γίνουν υπέρβαροι.
Με δεδομένο το πείραμα αυτό, 10 εθελοντές με φυσιολογικό βάρος συγκεντρώθηκαν σε πιο φιλόξενες συνθήκες (σε σχέση με τη φυλακή του Βερμόντ...) και πέρασαν τέσσερις εβδομάδες τρώγοντας όσες περισσότερες πίτσες, τσιπς, παγωτά και σοκολάτες μπορούσαν, χωρίς να ασκούνται καθόλου και περιορίζοντας δραστικά το περπάτημα.
Κατά τη διάρκεια του πειράματος, οι εθελοντές προσλάμβαναν το διπλάσιο της συνηθισμένης ποσότητας ημερήσιων θερμίδων, που κυμαίνονταν από 3.500 για τις γυναίκες έως 5.000 για τους άνδρες.
Τη δοκιμή παρακολουθούσε ο δρ Ρούντι Λίμπελ του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ο οποίος πιστεύει ότι όλοι μας έχουμε ένα βιολογικά προκαθορισμένο φυσικό βάρος το οποίο το σώμα μας προσπαθεί να διατηρήσει, είτε είναι κανείς αδύνατος είτε εύσωμος. «Το σώμα έχει διαρκώς την τάση να προσπαθεί να σε επαναφέρει στο φυσιολογικό σωματικό βάρος σου, όποιο κι αν είναι αυτό», λέει ο δρ Λίμπελ.
Όμως το θέμα δεν κλείνει εδώ, αφού υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το βάρος. «Το 50% οφείλεται στα γονίδια και το υπόλοιπο πιθανόν στο περιβάλλον», εξηγεί ο δρ Λίμπελ. «Αν έχεις το γονίδιο για τη νόσο του Χάντινγκτον, είναι 100% σίγουρο ότι θα εμφανίσεις τη νόσο. Σίγουρα αυτό δεν ισχύει στο θέμα της παχυσαρκίας». Οι τέσσερις εβδομάδες του πειράματος πέρασαν ευκολότερα για μερικούς και δυσκολότερα για άλλους.
Ο εθελοντής Τόμας Πέιτελ-Κάμπελ μπορούσε άνετα να καταναλώνει τις επιπλέον θερμίδες, όμως είναι αθλητικός τύπος και έτσι δυσκολευόταν να μην κάνει γυμναστική και να μην περπατάει. Αντίθετα η 21χρονη φοιτήτρια της Ιατρικής Κάθριν Χέιναν, η οποία ήταν συνηθισμένη να τρώει ό,τι θέλει και να είναι πάντα πολύ αδύνατη, διαπίστωσε ότι το σώμα της απέρριπτε την καταναγκαστική λαιμαργία, με αποτέλεσμα να κάνει εμετό κάθε εβδομάδα.
Δύο άλλοι εθελο- ντές διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν καν να καταναλώσουν όλη την τροφή που έπρεπε στο πλαίσιο του πειράματος, με αποτέλεσμα να μην πετύχουν τον στόχο όσον αφορά την κατανάλωση θερμίδων.
Έπειτα από τέσσερις εβδομάδες, η Κάθριν είχε πάρει τριάμισι κιλά- αύξηση σχεδόν 7% σε σωματικό βάρος. Ο Τόμας πήρε στο ίδιο διάστημα πεντέμισι κιλά- αύξηση 9% σε σωματικό βάρος. Από τους δύο που δεν κατάφεραν να πετύχουν τον στόχο τους σε θερμίδες, ο ένας πήρε μόλις 0,5 κιλό- αύξηση 1% σε σωματικό βάρος- ενώ ο άλλος είδε την αναλογία του σωματικού λίπους του να μειώνεται ελαφρώς, παρά το γεγονός ότι πήρε 5,7 κιλά.
Τα χάπια δεν υποκαθιστούν δίαιτα και άσκηση
Οι χρήστες του Αlli, του πρώτου φαρμάκου απώλειας βάρους που εγκρίθηκε για να πωλείται στις ΗΠΑ χωρίς συνταγή, διαπιστώνουν αυτό που πιθανόν να υποψιάζονταν εξαρχής: τα χάπια δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη δίαιτα και την άσκηση.
Το Αlli της φαρμακοβιομηχανίας GlaxoSmithΚline, προκάλεσε σάλο όταν εγκρίθηκε για να κυκλοφορήσει στην αγορά, πριν από 18 μήνες. Έκτοτε όμως έχει γίνει γνωστό για τις δυσάρεστες παρενέργειές του, που περιλαμβάνουν ακράτεια, διάρροια και τυμπανισμό.
«Λειτουργεί εμποδίζοντας την απορρόφηση του λίπους που υπάρχει στο φαγητό μας. Γι΄ αυτό το λίπος βγαίνει στα κόπρανα, προκαλώντας διάρροια, πράγμα που δεν πολυαρέσει στους ασθενείς», λέει η Σίρλεϊ ΤερΜόλεν, παθολόγος στο Σικάγο. Η ίδια έχει χορηγήσει σε ασθενείς το φάρμακο, όμως χωρίς μεγάλη επιτυχία. «Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν απλώς να κόψουν δρόμο, αντί να προσπαθήσουν να τρώνε καλύτερα και να γυμνάζονται», εξηγεί.
Το σώμα λειτουργεί με διαφορετικούς τρόπους
Τα αποτελέσματα της δοκιμής καταδεικνύουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους λειτουργεί το σώμα όταν βρίσκεται... «αντιμέτωπο» με υπερβολικά πολλές θερμίδες. Μία εμπειρογνώμων, η καθηγήτρια Τζέιν Ουόρντλ, πιστεύει πως μπορεί να υπάρχει μια γενετική απάντηση, μέσω του γονιδίου FΤΟ. Ενήλικες που έχουν μια παραλλαγή αυτού του γονιδίου ζυγίζουν κατά μέσον όρο περισσότερο απ΄ όλους τους άλλους.
Η Ουόρντλ πιστεύει ότι το εν λόγω γονίδιο μπορεί να επηρεάζει την όρεξη, κάνοντας μερικούς ανθρώπους να μην ξέρουν πότε είναι χορτάτοι! Επίσης ενώ οι υπερβολικές θερμίδες συνήθως αυξάνουν το σωματικό λίπος, ένας εθελοντής πήρε 4,5 κιλά, όμως η εμφάνισή του δεν φάνηκε να αλλάζει.
Αντί για λίπος, πήρε το βάρος σε μυς, καθώς ο μεταβολισμός του αυξήθηκε κατά 30%. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος, λέει η δρ Κάρελ λε Ρου που επέβλεψε το πείραμα, για τον οποίον μερικοί φαίνεται ότι δεν παχαίνουν παρ΄ ότι τρώνε πολύ. «Μελέτες έχουν δείξει ότι η τάση να μετατρέπονται οι επιπλέον θερμίδες σε μυς αντί για λίπος είναι γενετικά προκαθορισμένη», εξηγεί. Όσοι από τους εθελοντές δεν συνέχισαν να τρώνε πολύ μετά το τέλος του πειράματος, σύντομα επανήλθαν στο φυσιολογικό τους βάρος χωρίς να χρειαστούν αυστηρή δίαιτα και γυμναστική.
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ
.
Είχε προηγηθεί, το 1967, ένα πείραμα του ερευνητή γιατρού Ίθαν Σιμς στην πολιτειακή φυλακή του Βερμόντ, στις ΗΠΑ. Είχε ζητήσει από τους εγκλείστους να φάνε όσο περισσότερο μπορούν για να αυξήσουν κατά 25% το βάρος τους, με αντάλλαγμα την πρόωρη αποφυλάκισή τους.
Μερικοί από τους εθελοντές στάθηκε αδύνατον να φτάσουν τον στόχο, όσο κι αν προσπάθησαν, έστω κι αν προσλάμβαναν 10.000 θερμίδες την ημέρα. Το συμπέρασμα του Σιμς ήταν ότι για μερικούς είναι σχεδόν αδύνατο να γίνουν υπέρβαροι.
Με δεδομένο το πείραμα αυτό, 10 εθελοντές με φυσιολογικό βάρος συγκεντρώθηκαν σε πιο φιλόξενες συνθήκες (σε σχέση με τη φυλακή του Βερμόντ...) και πέρασαν τέσσερις εβδομάδες τρώγοντας όσες περισσότερες πίτσες, τσιπς, παγωτά και σοκολάτες μπορούσαν, χωρίς να ασκούνται καθόλου και περιορίζοντας δραστικά το περπάτημα.
Κατά τη διάρκεια του πειράματος, οι εθελοντές προσλάμβαναν το διπλάσιο της συνηθισμένης ποσότητας ημερήσιων θερμίδων, που κυμαίνονταν από 3.500 για τις γυναίκες έως 5.000 για τους άνδρες.
Τη δοκιμή παρακολουθούσε ο δρ Ρούντι Λίμπελ του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ο οποίος πιστεύει ότι όλοι μας έχουμε ένα βιολογικά προκαθορισμένο φυσικό βάρος το οποίο το σώμα μας προσπαθεί να διατηρήσει, είτε είναι κανείς αδύνατος είτε εύσωμος. «Το σώμα έχει διαρκώς την τάση να προσπαθεί να σε επαναφέρει στο φυσιολογικό σωματικό βάρος σου, όποιο κι αν είναι αυτό», λέει ο δρ Λίμπελ.
Όμως το θέμα δεν κλείνει εδώ, αφού υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το βάρος. «Το 50% οφείλεται στα γονίδια και το υπόλοιπο πιθανόν στο περιβάλλον», εξηγεί ο δρ Λίμπελ. «Αν έχεις το γονίδιο για τη νόσο του Χάντινγκτον, είναι 100% σίγουρο ότι θα εμφανίσεις τη νόσο. Σίγουρα αυτό δεν ισχύει στο θέμα της παχυσαρκίας». Οι τέσσερις εβδομάδες του πειράματος πέρασαν ευκολότερα για μερικούς και δυσκολότερα για άλλους.
Ο εθελοντής Τόμας Πέιτελ-Κάμπελ μπορούσε άνετα να καταναλώνει τις επιπλέον θερμίδες, όμως είναι αθλητικός τύπος και έτσι δυσκολευόταν να μην κάνει γυμναστική και να μην περπατάει. Αντίθετα η 21χρονη φοιτήτρια της Ιατρικής Κάθριν Χέιναν, η οποία ήταν συνηθισμένη να τρώει ό,τι θέλει και να είναι πάντα πολύ αδύνατη, διαπίστωσε ότι το σώμα της απέρριπτε την καταναγκαστική λαιμαργία, με αποτέλεσμα να κάνει εμετό κάθε εβδομάδα.
Δύο άλλοι εθελο- ντές διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν καν να καταναλώσουν όλη την τροφή που έπρεπε στο πλαίσιο του πειράματος, με αποτέλεσμα να μην πετύχουν τον στόχο όσον αφορά την κατανάλωση θερμίδων.
Έπειτα από τέσσερις εβδομάδες, η Κάθριν είχε πάρει τριάμισι κιλά- αύξηση σχεδόν 7% σε σωματικό βάρος. Ο Τόμας πήρε στο ίδιο διάστημα πεντέμισι κιλά- αύξηση 9% σε σωματικό βάρος. Από τους δύο που δεν κατάφεραν να πετύχουν τον στόχο τους σε θερμίδες, ο ένας πήρε μόλις 0,5 κιλό- αύξηση 1% σε σωματικό βάρος- ενώ ο άλλος είδε την αναλογία του σωματικού λίπους του να μειώνεται ελαφρώς, παρά το γεγονός ότι πήρε 5,7 κιλά.
Τα χάπια δεν υποκαθιστούν δίαιτα και άσκηση
Οι χρήστες του Αlli, του πρώτου φαρμάκου απώλειας βάρους που εγκρίθηκε για να πωλείται στις ΗΠΑ χωρίς συνταγή, διαπιστώνουν αυτό που πιθανόν να υποψιάζονταν εξαρχής: τα χάπια δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη δίαιτα και την άσκηση.
Το Αlli της φαρμακοβιομηχανίας GlaxoSmithΚline, προκάλεσε σάλο όταν εγκρίθηκε για να κυκλοφορήσει στην αγορά, πριν από 18 μήνες. Έκτοτε όμως έχει γίνει γνωστό για τις δυσάρεστες παρενέργειές του, που περιλαμβάνουν ακράτεια, διάρροια και τυμπανισμό.
«Λειτουργεί εμποδίζοντας την απορρόφηση του λίπους που υπάρχει στο φαγητό μας. Γι΄ αυτό το λίπος βγαίνει στα κόπρανα, προκαλώντας διάρροια, πράγμα που δεν πολυαρέσει στους ασθενείς», λέει η Σίρλεϊ ΤερΜόλεν, παθολόγος στο Σικάγο. Η ίδια έχει χορηγήσει σε ασθενείς το φάρμακο, όμως χωρίς μεγάλη επιτυχία. «Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν απλώς να κόψουν δρόμο, αντί να προσπαθήσουν να τρώνε καλύτερα και να γυμνάζονται», εξηγεί.
Το σώμα λειτουργεί με διαφορετικούς τρόπους
Τα αποτελέσματα της δοκιμής καταδεικνύουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους λειτουργεί το σώμα όταν βρίσκεται... «αντιμέτωπο» με υπερβολικά πολλές θερμίδες. Μία εμπειρογνώμων, η καθηγήτρια Τζέιν Ουόρντλ, πιστεύει πως μπορεί να υπάρχει μια γενετική απάντηση, μέσω του γονιδίου FΤΟ. Ενήλικες που έχουν μια παραλλαγή αυτού του γονιδίου ζυγίζουν κατά μέσον όρο περισσότερο απ΄ όλους τους άλλους.
Η Ουόρντλ πιστεύει ότι το εν λόγω γονίδιο μπορεί να επηρεάζει την όρεξη, κάνοντας μερικούς ανθρώπους να μην ξέρουν πότε είναι χορτάτοι! Επίσης ενώ οι υπερβολικές θερμίδες συνήθως αυξάνουν το σωματικό λίπος, ένας εθελοντής πήρε 4,5 κιλά, όμως η εμφάνισή του δεν φάνηκε να αλλάζει.
Αντί για λίπος, πήρε το βάρος σε μυς, καθώς ο μεταβολισμός του αυξήθηκε κατά 30%. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος, λέει η δρ Κάρελ λε Ρου που επέβλεψε το πείραμα, για τον οποίον μερικοί φαίνεται ότι δεν παχαίνουν παρ΄ ότι τρώνε πολύ. «Μελέτες έχουν δείξει ότι η τάση να μετατρέπονται οι επιπλέον θερμίδες σε μυς αντί για λίπος είναι γενετικά προκαθορισμένη», εξηγεί. Όσοι από τους εθελοντές δεν συνέχισαν να τρώνε πολύ μετά το τέλος του πειράματος, σύντομα επανήλθαν στο φυσιολογικό τους βάρος χωρίς να χρειαστούν αυστηρή δίαιτα και γυμναστική.
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου